- συμψηφισμός
- συμψηφισμός, ο και συμψήφιση, η1. αντιστάθμιση δύο ίσων αξιών: Έγινε συμψηφισμός κερδών και ζημιών.2. συγχώνευση: Κατά συμψηφισμό των ποινών τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια κάθειρξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.